- βορειοηπειρωτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Βορειοηπειρώτες ή τη Βόρεια Ήπειρο: Τα βορειοηπειρωτικά βουνά έμειναν στην ιστορία για τις μάχες των Ελλήνων με τους Ιταλούς κατά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.